- ζωντάνεμα
- [зонданэма] ουσ. о. возвращение к жизни,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
ζωντάνεμα — το, ατος 1. η επαναφορά στη ζωή, η αναζωογόνηση, το ξαναζωντάνεμα. 2. μτφ., η ζωντανή περιγραφή (ή αφήγηση) πράγματος (ή γεγονότος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αισθητοποίηση — η σαφής παράσταση ενός πράγματος, ώστε να γίνει εντελώς κατανοητό, αποσαφήνιση, ζωντάνεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αισθητοποιώ. ΠΑΡ. αισθητοποιητικός] … Dictionary of Greek
εμψύχωση — η (AM ἐμψύχωσις) νεοελλ. 1. ενθάρρυνση, εγκαρδίωση, αναπτέρωση φρονήματος και θάρρους 2. αναζωογόνηση, τόνωση, ενίσχυση μσν. ζωντάνεμα, επαναφορά στη ζωή αρχ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εμψυχώνω, μετάδοση ζωής, ζωογόνηση … Dictionary of Greek
ζωντάνευμα — και ζωντάνεμα, το [ζωντανεύω] 1. η επαναφορά στη ζωή, αναβίωση, αναζωογόνηση, ξαναζωντάνεμα 2. μτφ. ζωντανή περιγραφή ή αφήγηση αντικειμένου ή γεγονότος … Dictionary of Greek
ζωογόνηση — η (AM ζωογόνησις) [ζωογονώ] νεοελλ. παροχή ζωής, τόνωση, εμψύχωση, αναζωογόνηση, ζωντάνεμα αρχ. γέννηση, παραγωγή έμβιων όντων … Dictionary of Greek